Ο Στέλιος Μαρούλης έχει δημιουργήσει άπειρα Έργα Ζωγραφικής, Ξυλογραφίας και όποιος επισκεφτεί το Εργαστήριό του…
sanatorio | χρώματα φθίσης
Φυτώρια επιθανάτιας έμπνευσης και δοκιμαστήρια πικρού ρεμβασμού. Στα Θεραπευτήρια αυτά ο αγωνιώδης εναγκαλισμός του φλοίσβου στο στυφό δειλινό προϊδεάζει έναν ακόμη θάνατο, μια ακόμη αναχώρηση για το ξεροτόπι της λησμονιάς.
Στα Σανατόρια τα φάρμακα μυρίζουν θάνατο, μα δελεάζουν τον επισκέπτη να εναντιωθεί στο αποτύπωμά τους, τον προκαλούν να ακροαστεί τις άφυλες φωνές και τους ανατριχιαστικούς ψιθύρους των φαντασμάτων τους.
Στα Σανατόρια μόνο οι ξελογιασμένοι μπορούν ν’ αφουγκραστούν ανάμεσα στις ρομαντικές ρίμες του ποιητή τον βήχα και τον πόνο και άλλοτε παραφράζοντας τον ποιητή, να νοιώσουν τον βοριά να τους σηκώνει στα φτερά του και γοργά να κατεβαίνουν στον ύπνο τον βαρύ κι ατάραχο των άτυχων ψυχών, των καταραμένων.
Στα Σανατόρια η αρρώστια θερίζει τους εξαθλιωμένους και ανήμπορους, μα και καρπίζει τα λογοτεχνικά μυαλά αφού σε τούτο το θανατερό περιβάλλον ανθίζει με φρίκη η Τέχνη, αυτή η ακένωτη πηγή ελπίδας.
Στα ερείπιά τους σήμερα ο ευλαβής επισκέπτης διαπιστώνει την λεηλασία μιας ιστορικής περιόδου, σαγηνεύεται από τις άγνωστες μικρές ιστορίες που τον περιστοιχίζουν και με θλίψη καυτή, σαν εκείνον τον πυρετό που τότε έλιωνε την κέρινη σάρκα, απ’ τα αφύλακτα παράθυρα θα νοιώσει τα στοιχειά του παρελθόντος να τον ζώνουν και με πείσμα να προσπαθούν να τον διώξουν.
Γιατί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Κανείς δεν έχει σήμερα το στίγμα, ούτε έχει υποστεί την κοινωνική βαρβαρότητα της απομόνωσης. Ουδείς προσφέρει, μα όλοι καταστρέφουν γιατί δεν θέλουν να θυμούνται, ούτε θέλουν να τους θυμίζει τι υπήρξε.
Το Σανατόριο Νταού Πεντέλης, όπως εξάλλου τα περισσότερα, αν όχι όλα οικοδομήθηκε στην υπερορία των Αθηνών και μόλις λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Ραφήνας, στις αρχές του 20ου αιώνα (1929).
Στην πολυκύμαντη ιστορία του εναλλάσσονται η φυματίωση, το αντάρτικο και αργότερα, τέλη της δεκαετίας του ’60, το παιδιατρικό νευροψυχιατρικό νοσοκομείο. Το τσιμεντένιο κουφάρι του, απόκοσμο σήμερα, μα ένδοξο και περικλεισμένο από πλούσιο πευκοδάσος τις αλλοτινές εποχές, υπομένει καθημερινά τη φθορά, την αδιαφορία ως το βέβαιο τέλος του.
Θρηνητικός απόηχος αυτό το λεύκωμα, στο μνημείο τούτο που κανείς δεν θέλησε να περιλάβει στη συλλογική μνήμη, αλλά επίμονα το αποβάλλει στο περιθώριο της ιστορίας. Ίσως τελικά αυτή είναι και η μαγεία των μνημείων τούτων, ότι δεν ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά στον κόσμο της ενοχής και της σιωπής.
Κάποιες στιγμές όμως, μία Φευγαλέα Φωνή, ανάμεσα στις τόσες, βουίζει μες στα αυτιά μου και σαν έχει παγωμένη ξαστεριά μονολογεί με τύψεις:
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ’ ἀκούσω. Σώπα.
This Post Has 0 Comments