Ο Στέλιος Μαρούλης έχει δημιουργήσει άπειρα Έργα Ζωγραφικής, Ξυλογραφίας και όποιος επισκεφτεί το Εργαστήριό του…
Χορεύοντας με τον μύθο…των Ν. Σίμου, Ε.Ζιγκλέρ-Κωνσταντινίδη
Μύθοι πολλοί, ανάμεσα τους κι εκείνος, ο Ελληνικός.
Η Ρέα, του Ουρανού και της Γαίας κόρη, αποφάσισε να σώσει το έκτο της παιδί που έμελλε να γεννήσει, από τη μανία του συζύγου της Κρόνου, ο οποίος επιδιώκοντας να διαιωνίσει τη βασιλική του εξουσία τα καταβρόχθιζε.
Σε ένα απρόσιτο, βαθύ και σκοτεινό σπήλαιο, στο περίφημο Δικταίο Άντρο ή σύμφωνα με άλλους στο όρος Ιδαίον Άντρο, στο οροπέδιο της Νίδας η Ρέα γέννησε το γιο της Δία. Αργότερα επέστρεψε στον Κρόνο και τυλίγοντας μία πέτρα σε σπάργανα την έδωσε και κείνος την κατάπιε. Φοβόταν όμως πως αν άκουγε το κλάμα του νεογέννητου θεού θα καταλάβαινε το ξεγέλασμά της εκείνος και έτσι επιστράτευσε τους Κουρήτες οι οποίοι με πάθος χόρευαν και μουσική για να καλύψουν το κλάμα του νεογέννητου Δία.
Ο μύθος, αυτός όπως και ο κάθε μύθος, γεννιέται με τη διαπίστωση πως ανάμεσα σε μια παράξενη ιστορία ή και σε μια εικόνα ενυπάρχει η σύνδεση της πραγματικότητας το προαιώνιο δέσιμο του ανθρώπινου σώματος που γειώνεται με τον τόπο που τη στιγμή εκείνη βρίσκεται. Αυτή η γείωση βίαιη ή μελωδική, πτωτική ή ρευστή γεννιέται από στοχασμούς και πόθους, με φυσικές ανακατατάξεις άλλοτε με σεισμικές μετατοπίσεις, φυσικές καταστροφές και από δεσμά ανθρώπινα, υλικά, φθαρτά και συνάμα ατίθασα. Αυτή η γείωση απελευθερώνεται με τον χορό, αφού παύει να ανήκει το σώμα στην ψυχή και ελεύθερο σαν ξαφνικό πέταγμα στον αέρα, σαν απρόσμενη αιώρηση φτερών, αποτρέπει τον αρχέγονο φόβο, συμφιλιώνει την λατρεία με την έχθρα και το μίσος, τις κλαγγές των όπλων με το μουρμούρισμα της μάνας στο αυτί του κοιμισμένου εραστή της, και πάνω από την ατέλεια της σάρκας, πάνω από εκφράσεις πανανθρώπινες και θρησκευτικές αγκυλώσεις μας διδάσκει το βαθύτερο νόημά της.
Χορεύοντας με τον μύθο καταλήγεις να ακολουθείς χνάρια γνωστά, σε τόπους άγνωστους προσδίδοντάς του άλλο νόημα είτε χτυπώντας τα πόδια στη γη για να σηκώσεις κουρνιαχτό, είτε τα χέρια στο στήθος για να κλάψεις τον άδικο χαμό, ή ουρλιάζοντας τρανταχτά επιδιώκοντας την κάθαρση, την αναζήτηση και την ψυχική αγαλλίαση.
Στο λεύκωμα αυτό οι δύο φωτογράφοι εξωτερίκευσαν τα συναισθήματά τους ακολουθώντας τον βηματισμό σε έναν χορό που δεν γνώριζαν μα κατείχαν τον μύθο του. Ακολούθησαν τον απόηχο του φωτογραφικού κλείστρου, τον μετασχηματισμό μίας ανάμνησης, την παραλλαγή μιας ριπής φωτός την ηχώ της μύχιας σκέψης τους στην πανδαισία μιας γιορτής χρωμάτων.
Τελικά το αποτέλεσμα μαρτυρά πώς είναι να αφήνει κάποιος τις καταβολές του και να προχωράει σε πλούσια γη, προκειμένου να τρυγήσει ονειροφαντασίες, πώς είναι να δοκιμάζει τον καρπό της τέχνης που ποτέ δεν σε ικανοποιεί και πώς να τιθασεύεις την ομορφιά στα όρια ενός καρέ.
This Post Has 0 Comments