Σημείωμα περί της οργανώσεως υπευθύνου Αποστολής περιθάλψεως και αποκαταστάσεως των προσφύγων εις Μικράν Ασίαν, εις Θράκην…
Γιώργος Δενδρινός…(επιμ. Μιχαήλ Μεταξά)
Όταν το 1937 ο εξέδιδε από τις εκδόσεις Γκοβόστη το «Μαμούθ» ο φίλος του και συγγραφέας Γιώργος Κοτζιούλας τόνιζε στο εισαγωγικό του Σημείωμα
«Άμα θα ‘ρθει ο καιρός να καταρτίσουν το μαρτυρολόγιο της ελληνικής λογοτεχνίας -αυτόν το φοβερό κατάλογο που θα αρχίζει με ονόματα ενός Παπαδιαμάντη, ενός Βιζυηνού, ενός Κρυστάλλη και θα τελειώνει με παραδείγματα, ελπίζω, των ημερών μας – είμαι βέβαιος πως εκεί θα βρεθεί κάποια θέση και για τον Γιώργο Δενδρινό».
Ο συγγραφέας του δε αφιέρωνε αυτήν την σατιρικο-δραματική νουβέλα ως εξής: «Το έργο μου τούτο, το μικρό, στον τόπο που γεννήθηκα – στα δέντρα, στο χώμα, στους γκρεμούς και σ’ όλα τ’ άψυχα και σ’ όλα της φύσης τα στοιχειά, που δε με πικράνανε ποτέ – το αφιερώνω», κι ο λόγος σαφής και γεμάτος πίκρα και πόνο.
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Γιώργος βρέθηκε άρρωστος στο χωριό βγαίνοντας από το φθισιατρείο «Σωτηρία» ο πατέρας του Παναγής Δενδρινός, του Φλωριά, οικογενειακό παρατσούκλι, απαγόρευε ακόμα και στους στενούς συγγενείς, να του πάνε τρόφιμα και γάλα, λέγοντας: «Ο μπουρσεβίκος, (σ.σ. ο μπολσεβίκος ήθελε να πει), που έμαθε και γράφει, μας κάνει τον έξυπνο» καταδικάζοντας τον σε θάνατο από την πείνα.
Και όμως αυτός ο αντιδραστικός και σκληρός άνθρωπος που του έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Και να πως ο ίδιος μας το παρουσιάζει:
«Εκεί. Τα πρώτα γράμματα, όπως λέτε, τα διδάχτηκα πάνω σ’ ένα πιάτο! Είχαμε κάτι πιάτα από εγγλέζικη φαγιάνσα με μπλε σκεδιάσματα, φερμένα από την Πόλη ή από την Πάτρα. Και γυρωτρόγυρα, στο φεστόνι τους, είχανε σταμπαρισμένο τον ελληνικό αλφάβητο. Με γράμματα και κείνονε, βαθιά μπλε σαν τα σκεδιάσματα. Και κάθε ώρα φαγιού ο πατέρας μου, μου μάθαινε την άλφα βήτα. Το θυμάμαι. Και είναι η μόνη αγαθή πράξη του πατέρα μου για μένα».
Ο Γ. Δενδρινός γεννήθηκε στο Καλόν Όρος, στο Νιοχώρι Ερύσσου Κεφαλονιάς το 1904 και έσβησε από την φυματίωση ξεχασμένος από όλους σε μια παράγκα έξω από το σανατόριο «Σωτηρία» στις 26/8/Ι938. Μόλις τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο ξενιτεύτηκε στην Αθήνα εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1915. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα πρώτα εργαζόμενος ως υπάλληλος ενός συγγενή του, από τον οποίο είχε τις χειρότερες αναμνήσεις, ως πωλητής υφασμάτων σε Δυτική Αττική, Μάνδρα, Ασπρόπυργο, κ.ά Παρακολούθησε για λίγο τη νυχτερινή σχολή του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» για άπορα παιδιά και παράλληλα διάβαζε πολύ. Ήταν αυτοδίδακτος.
Άρχισε να γράφει στα 20 χρόνια του. Το 1924 και το 1928 συμμετείχε με διηγήματά του σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς του λαϊκού περιοδικού «Φαντάζιο» και του «Παρνασσού», μαζί με τους επίσης τότε πρωτόβγαλτους Γιάννη Σκαρίμπα και Μενέλαο Λουντέμη, με το ψευδώνυμο Σεφλώρ, από το Φλωριάς, οικογενειακό παρατσούκλι προερχόμενο από το μικρό όνομα του παππού του. Ένα διήγημά του βραβεύτηκε από το «Φαντάζιο», πράγμα που αποτέλεσε τη μόνη πραγματική χαρά της μέχρι τότε ζωής του.
Το 1930 τον παρουσίασαν εγκωμιαστικά τα «Ελληνικά Γράμματα» του Κωστή Μπαστιά, δημοσιεύοντας διηγήματά του που κάνανε αίσθηση. Τότε, όμως, ενεργοποιείται μια παλιά πλευρίτιδα την οποία άρπαξε έφηβος, που εξελίσσεται σε φυματίωση και που τον παιδεύει στα λίγα χρόνια που του απομένουν έως το θάνατό του.
Εντρύφησε στο έργο Ελλήνων αλλά, κυρίως, ξένων πεζογράφων της εποχής του και συνδέθηκε φιλικά με τον συγγραφέα Γ. Κοτζιούλα, ο οποίος υποστήριξε το έργο του. Στην πεζογραφία του διαπιστώνεται μια αξιοπρόσεκτη εξέλιξη από την αστική ηθογραφία και τον ρεαλισμό προς την αλληγορία και τη λογοτεχνία του φανταστικού. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν και στα περιοδικά “Νέα Εστία”, “Νεοελληνικά Γράμματα”, κ.ά. Όσο ζούσε εξέδωσε τα βιβλία: “Ο άνθρωπος που τα δέχονταν όλα” (διηγήματα, 1933) και “Ο Μαμμούθ” (νουβέλα, εκδ. Γκοβόστη, 1937, με πρόλογο του Γ. Κοτζιούλα). Μετά το θάνατό του εκδόθηκε η ποιητική συλλογή “Ενώ χτυπάν οι 12” (1939), το διήγημα “Ειρήνη υμίν”, σε επιμέλεια Ε. Χ. Γονατά (εκδ. Στιγμή, 1988) και το μυθιστόρημα “Ιχώρ” μαζί με τη νουβέλα “Ο Μαμμούθ”, σε επιμέλεια Βαγγέλη Σακάτου (εκδ. Δελφίνι, 1993). Ανέκδοτα παραμένουν τα θεατρικά του έργα “Λίγο φως στο σκοτάδι” και “Ζητώντας την αλήθεια” (που θεωρείται χαμένο), καθώς και δοκίμια, ποιήματα, διηγήματά του και άλλη μία νουβέλα.
Ένα δείγμα γραφής από το «Ιχώρ», από την αρχή του κεφαλαίου ΙΓ, με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του «άλλου κόσμου», με την επανάσταση των «Ταπεινών»:
.
ΠΗΓΕΣ: βλ. Χάρη Πάτση, “Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας”, τ. 6, χ.χ. [1968], σελ. 180-183• Κ. Καλαντζής, “Λογοτεχνικές μορφές: Γιώργος Δενδρινός, η ζωή και το έργο του, 1904-1938”, εκδ. Βασιλείου, 1943• Μ. Γ. Μερακλής, “Σκόπιμες αναστηλώσεις”, περιοδικό “Διαβάζω”, τχ. 47, 1981, σελ. 79-81• Π. Δ. Μαστροδημήτρης, “Πέντε δοκίμια για τη νεοελληνική πεζογραφία”, εκδ. Λύχνος, 1987, σελ. 95-122• και Θεοδόσης Κοντάκης, “Δενδρινός, Γιώργος”, στο “Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας”, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2007, σελ. 478-479 & biblionet.gr, rizospastis.gr, stithaghi.blogspot.gr.
This Post Has 0 Comments