Ο Στέλιος Μαρούλης έχει δημιουργήσει άπειρα Έργα Ζωγραφικής, Ξυλογραφίας και όποιος επισκεφτεί το Εργαστήριό του…
Κ.Π. Καβάφης: Ποίηση… ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα…της Τ. Γκοσίου
Στο σώμα των 154 αναγνωρισμένων ποιημάτων του Κ.Π. Καβάφη ο αναγνώστης μπορεί να βρει αρκετούς “πίδακες” έρωτος και ηδονής (ηδονιστικά ποιήματα) αλλά και ορισμένα γεννήματα που στρέφονται αυτοαναφορικά στην Ποίηση (ποιήματα Ποιητικής) με σκοπό να εξαίρουν την λειτουργία, την προσφορά της και, ενίοτε, την θεραπευτική της δράση που διορθώνει ατέλειες της πραγματικότητας.
Στο προκείμενο άρθρο επικεντρωνόμαστε σ’ ένα δείγμα ποιητικό εκ των 154 που συνενώνει τις δύο από τις τρεις κατευθύνσεις της καβαφικής ποίησης με συνέπεια να ιδώνεται ως ποίημα Ποιητικής κι εν ταυτώ ερωτικό:
ΕΚΟΜΙΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ[1]
Κάθομαι καὶ ρεμβάζω. Ἐπιθυμίες κ’ αἰσθήσεις
ἐκόμισα εἰς τὴν Τέχνην— κάτι μισοειδωμένα,
πρόσωπα ἤ γραμμές· ἐρώτων ἀτελῶν
κάτι ἀβέβαιες μνῆμες. Ἄς ἀφεθῶ σ’ αὐτήν.
Ξέρει νὰ σχηματίσει Μορφὴν τῆς Καλλονῆς·
σχεδὸν ἀνεπαισθήτως τὸν βίον συμπληροῦσα,
συνδυάζουσα ἐντυπώσεις, συνδυάζουσα τὲς μέρες.
…………………………………………. (1921)
Το «Ἐκόμισα εἰς τὴν Τέχνη» αποτελεί μια ειλικρινή ποιητική δήλωση, μια de profundis ομολογία περί των στοιχείων, των εξωποιητικών ψηφίδων, που κομίζει ο Αλεξανδρινός στην Ποίηση ώστε μέσα σ’ αυτήν να ενωθούν, να συναρμοστούν και να λάβουν εντελή Μορφή. Τα — κατά τα φαινόμενα — ασήμαντα της ζωής, τ’ ατελή, τ’ αβέβαια και ανολοκλήρωτα του έρωτος γίνονται οι πρώτες ύλες ενός Όλου – ενός κόσμου ποιητικού. Ο κόσμος αυτός που δημιουργούν προσδίδει στις ψηφίδες αξία, τις μνημειώνει και μετατρέπει την “μορφική τους ασάφεια” σε «Μορφήν τῆς Καλλονῆς».
Έτσι ο Καβάφης γράφοντας πλέον απόλυτα ώριμος και συνειδητοποιημένος ποιητικά στα 1921 ανιχνεύει τον οργανικό ρόλο της Ποίησης στην ζωή και την ουσιώδη συνεισφορά της στον έρωτα. Δεν είναι αυτή ένα υποδεέστερο συμπλήρωμα, ούτε ένα δευτερεύον πάρεργο το οποίο απλώς αναπαριστά το βιωμένο ή το ποθητό. Η Ποίηση προβάλλει ως καθοριστικό ψηφίο στην συμπλήρωση – ολοκλήρωση της πραγματικότητας, συνιστά μάλλον μια καίρια παρέμβαση στο ανολοκλήρωτο της μορφοποιώντας τα άμορφα και τρέποντας τα «μισοειδωμένα» και «ατελ[ή]», τα επιθυμητικά αποκυήματα σε μορφοποιήσεις ποιητικές του έρωτος που κατακτούν το πέρασμα από το βραχύχρονο στο Αιώνιο. Το ζήτημα, λοιπόν, τίθεται πυκνά στο δεκατετράστιχο ποίημα και δεν είναι άλλο από την λειτουργία της Τέχνης όπως την θέλει ακριβώς ο ποιητής εκπορευόμενη από και ταυτόχρονα δημιουργούμενη για τον βίο και τον έρωτα.
[1] Χρησιμοποιούμε την μορφή του ποιήματος όπως μας παραδίδεται από τα χειρόγραφα του Καβάφη αλλά και από την έκδοση που επιμελήθηκε ο Γ.Π. Σαββίδης: Κ.Π. Καβάφης, Τα Ποιήματα Β΄ (1919-1933), (επιμ. Γ.Π. Σαββίδης), Αθήνα, Ίκαρος, 1991.
This Post Has 0 Comments