Skip to content

Ο Νταής…(της Κωνσταντίας Φαγαδάκη)

Έμαθε να ξυπνάει με ένα αναπάντητο γιατί … με ένα βιαστικό πρωινό, με ένα κουρδισμένο φιλί στο μάγουλο στην Μητέρα στον Πατέρα και ένα σφίξιμο στην καρδιά για τις ώρες μετά της εκτέλεσης του μαθητικού καθήκοντος. Κάθε μέρα την ίδια ώρα, μετρούσε τις γουλιές τα λεπτά και το τελευταίο βλέμμα πίσω από τα κάγκελα.

Άραγε, θα τα κατάφερνε και σήμερα;

Τελειομανής όπως ήταν είχε μάθει από νωρίς να είναι συνεπής στην υποχρέωση της. Η τάξη δεν τη φόβιζε πατούσε γερά στα πόδια της και όριζε τα βήματα της μέσα στην Τάξη. Αλλά το διάλλειμα … το διάλειμμα που λάτρευαν όλοι οι άλλοι, έμοιαζε για εκείνη κόλαση.

Η κόλαση της αγέλης και οι νόμοι της που φυλούσαν καραούλι στα στενά περάσματα για όσους τολμήσουν να περάσουν από την πάνω στην κάτω αυλή και αντίστροφα μιας και εκεί σπάνια πήγαιναν οι δάσκαλοι για επιθεώρηση.

Ενας από τους νταήδες που φιλούσαν τα πλαϊνά περάσματα ήταν και ένας συμμαθητής. Γεροδεμένος και ξερόλας. Ότι έπρεπε για να έχει επιρροή σε πρόβατα που συντάσσονταν στο πλευρό του για να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους, όταν με χαστούκια και κλωτσιές χτυπούσαν όποιον τολμούσε να περάσει χωρίς την άδεια τους.

Σαν μελαγχολικός εξωγήινος που φύτρωσε από το πουθενά δεν ανοιγόταν σε κανένα συνομήλικο παιδί. Δεν ασχολιόταν με κανένα άλλο και δεν ήθελε κανένας άλλος να ασχοληθεί μαζί της. Νόμιζε ότι η ησυχία στην ζωή της, ήταν ανώτερη από την φιλία.

Στην υποχρέωση που είχε, να βγει στο διάλειμμα, έξω, μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά…

Βάδιζε μόνη στην αυλή. Μόνη και από απόσταση. Έτσι κοιτούσε την γυάλα που βρισκόταν.

Κάποια μέρα κι ενώ ήταν διάλλειμα, ο νταής της τάξης ενοχλημένος από την παρουσία του μοναχικού παιδιού που δεν μπορούσε να καταλάβει την συμπεριφορά, άρχισε να τη προκαλεί και να τη σπρώχνει.

Ακολούθησε κλωτσιά στην κλωτσιά και χτυπήματα στα χτυπήματα. Πέσανε και οι δύο στην αυλή να χτυπιούνται με την ίδια ορμή. Τα «πρόβατα» μαζεμένα γύρω σαν κολοσσιαίο να κοιτούν τη συμπλοκή στη σκιά των δασκάλων. Ήταν το μελαγχολικό παιδί αυτή τη φορά πρωταγωνιστής !

 

Όταν το κουδούνι χτύπησε και το διάλειμμα  τελείωσε.  Επέστρεψαν όπως – όπως, στην τάξη τους. Με την καρδιά ταραγμένη,  τακτοποίησε την μαθητική ποδιά Μαθημένη στην σιωπή  κάθησε στο θρανίο και δεν μίλησε. Δευτερόλεπτα μετά ήρθε και ο νταής να κλαψουρίζει τρέχοντας προς την δασκάλα.

-Κυρίαααα η Χ…… με έδειρεεε …………..

Ακολούθησε σιωπή και παγωμάρα σε όλη την Τάξη !

-Σώπα ! του είπε επιτακτικά, οι άντρες δεν κλαίνε !

 

Στην Τάξη ακούστηκε για λίγο μια βουή,  ψιθύριζαν…

-Μα ποιος ? το μελαγχολικό κορίτσι?

-ΠΏς ήταν δυνατόν τέτοια ντροπή …..

 

Η δασκάλα τον ησύχασε και τηλεφώνησε στους γονείς του.  Όταν ήρθε η μητέρα του ακούστηκε η φωνή του νταή να ξεσπά:

 

«Μαμά βαρέθηκα να είμαι ο δυνατός !»

 

 

 

This Post Has 0 Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back To Top